- σιαγόνιον
- και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α [σιαγών, -όνος]1. υποκορ. τού σιαγών*2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής3. στον πληθ. τὰ σιαγόνιατα τμήματα τού προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιαγονίου — σιαγόνιον the parts under neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαγόνια — σιαγόνιον the parts under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη … Dictionary of Greek
σιηγόνιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. σιαγόνιον … Dictionary of Greek
σωπαίνω — ΝΜ σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ. β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ 2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα 3. (μτβ.) επιβάλλω… … Dictionary of Greek
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
ψαθί — I Λέγεται και Ψαθό. Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, κοντά στο νησί Γάιδαρος. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ύφαλος στα Κουφονήσια (Κρήτη). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek